Φορ δε φέστιβαλς

Αλεκζάντερ δε γκρέιτ, ροκ όπερα. Μια παραγωγή του ΚΘΒΕ, διάρκειας δυόμιση ωρών, που διαθέτει κάπου δυόμιση καλές στιγμές και η μία από αυτές είναι το κλείσιμο. Τι σου είναι όμως το τάιμινγκ! Έρχεται ακριβώς την κατάλληλη στιγμή καθώς φέτος, λόγω της ιστορίας με τη ΝΕΡΙΤ και την ΕΡΤ η EBU δεν μας δέχεταιντίαρ Γκοντ! Είναι μια αποστομωτική απάντηση, κάτι σαν παράσταση-γινάτι: αφού εσείς δεν μας θέλετε στη Γιουροβίζιον, κι εμείς θα ανεβάσουμε κάτι που να τη συνοψίζει.

Στο σχετικό Δελτίο Τύπου του ΚΘΒΕ (που αναπαράγεται με μεγάλη προθυμία πανταχόθεν) γίνεται λόγος για “λαμπερή μουσικοθεατρική υπερπαραγωγή”. Είναι απορίας άξιον, λοιπόν, πώς το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο δεύτερο, με τα κοστούμια να είναι τα μόνα που διασώζονται. Και θα είναι πραγματικά άδικο να διατυπωθούν δυσμενείς κρίσεις για τους ηθοποιούς / τραγουδιστές / χορευτές που συμμετέχουν μιας και οι εποχές είναι δύσκολες, οι ευκαιρίες λίγες και η απότοκη ακαλαισθησία όχι δικό τους πόνημα – σαφώς ζήτημα σύλληψης και σχεδιασμού, με τα γραφικά του βίδεο γουόλ να προσθέτουν την τελική πινελιά ασορτί φτήνιας.

Γκιβ δεμ ε μπρέικ, γκιβ δεμ σαμ κρέντιτ, κατ δεμ σαμ σλακ!

Οκέι, άι γουίλ τράι. Το πάντρεμα της όπερας με το ροκ είναι προφανώς δύσκολη υπόθεση, κανονική ακροβασία. Μπορεί, για παράδειγμα, να βρεθείς ανάμεσα στο γκρεμό και το ρέμα, με την κακογουστιά από τη μια και την κοινοτοπία από την άλλη, και να πρέπει να ισορροπήσεις. Το να περιπέσεις στη μία ή την άλλη κακοτοπιά μοιάζει κάποιες στιγμές αναπόφευκτο. Το να ορμήσεις με τα μούτρα και στις δύο είναι, όπως και να το κάνουμε, κατόρθωμα. Δερ, άι τράιντ μπατ άι φέιλντ. Σαν τους συντελεστές της παράστασης.

… Οργανώνει ο Μπάμπης (…) ο δάσκαλος, ο εγκέφαλος …

Ο νυν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ και πρώην βουλευτής ΑΕΚ, Γιάννης Βούρος, τα πάει καλύτερα απ’ ότι θα περίμενε και η Ορίτζιναλ 21. Τι το ‘θελε να βάλει το χεράκι του στη σκηνοθεσία; Ίσως να ήθελε να μεταδώσει το απόσταγμα της εμπειρίας του από τα χρόνια της βιντεοκασέτας, αναπαράγοντας κάτι που να μοιάζει με τις λαμπρές σελίδες υποκριτικής που έγραψε ως καγκουροπανκ σαλταδόρος Μίκυ με την ερμηνεία του στην ταινία The Κόπανοι. Συνυπογράφει, βέβαια, μαζί με τον συνθέτη Κωνσταντίνο Αθυρίδη. Οι δυο τους περιορίζονται απλώς σε αναχρονισμούς χωρίς ιδιαίτερη φαντασία. Κάπως έτσι, αποτελεί έκπληξη το ότι ο δυσήνιος Βουκεφάλας δεν απεικονίστηκε ως χιλιάρα τσόπερ που δίνει μπαντιές στα τιμημένα χώματα της Πέλλας.

Ντουζζζ οπωσδήποτε. Πουά δύσκολα …

Όχι σαν το ντουζζζ πουά που νομίζεις, ποτέ οι δύο αυτές λέξεις που υπό συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούν μια μαγική φράση δεν απείχαν τόσο η μία από την άλλη. Βλέπετε, η μουσική της παράστασης αποτελεί ένα συμπίλημα μιας σόρι εξκιουζ φορ ροκ σύνθεσης, κατάλληλης μόνο για τη Γιουροβίζιον και μιας παλαιϊκής τζενέρικ γραφικοροκάδικης άποψης αλά Σκουόρπιοοοονς. Καραγκαγκάν χιρ άι εμ συγχορδίες και αδιέξοδα ροκ γιου λάικ ε χαρικέιν ριφ, μπολιασμένα με προβλέψιμα έθνικ στοιχεία από τα κρουστά, μιας οι σκηνοθέτες συνέλαβαν τις Περσίδες αιχμάλωτες περίπου ως χανουμάκια – άμα είσαι AΕΚ, είσαι. Οπότε ζερό πουά και βρείτε μου γρήγορα ένα ντουζζζ για να μη μείνει ίχνος νότας πάνω μου.

Γιορμαλοβεραντερκόβερ

Τους στίχοι στην όπερα τους λένε, λέει, λιμπρέτο. Ε, αυτό το υπογράφει η Alexandra Charanis. Ένα όνομα για το οποίο αναρωτιέμαι συνέχεια (πραγματικά δεν μπορώ να σταματήσω, ας πάψει κάπως αυτό, βοήθεια, κάποιος …) αν αντιστοιχεί σε υπαρκτό πρόσωπο ή είναι άλιας της Ναταλίας Γερμανού. Αυτό μάλιστα, θα δικαιολογούσε τον ορυμαγδό από ανέμπνευστες ρίμες (λόουερ, αν είμαστε επιεικείς, πάλσο, αν είμαστε ακριβοδίκαιοι).

Αμερικανάκια

Ολ ιν ολ, μία παραγωγή που, από μια άποψη, ορθώς σκοπεύει να απευθυνθεί στην ομογένεια. Σιγουράκι η εισπρακτική επιτυχία, πόσω μάλλον με το στοιχείο επικαιρότητας που προσδίδουν οι ανασκαφές στην Αμφίπολη, θα σπάσει ταμεία σε Αστόρια, Μελβούρνη και λοιπές κοιτίδες αποδήμων. Εδώ, σου λέει, σαρώνει στις ανά τον κόσμο περιοδείες του ο Θάνος Πετρέλης, ο Αλεκζάντερ δε Γκρέιτ θα μείνει πίσω; Κι ας είναι το αισθητικό αποτέλεσμα τέτοιο που – κάμερα σε μένα – το ντιβιντί της παράστασης αρμόζει ν’ αποτελέσει στα σιμά-κοντά μέρος πακέτου του Δημοσθένη Λιακόπουλου. Ή, γιατί όχι – τ’ ακούτε μωρέ; – και του Κυριάκου Βελόπουλου.