Κατάνυξη
«Δεν πας στην εκκλησία, τόσα παιδιά πηγαίνουν, νέος κόσμος, παλικάρια…», ήταν το παράπονο της μάνας μου, Μεγάλη Πέμπτη. Το οποίο δεν αποτελεί βεβαίως και επιχείρημα, πόσο μάλλον όταν της έχω τονίσει πολλάκις ότι εγώ δεν είμαι παλικάρι αλλά χαλβάς και μάλιστα μεγάλος. Άντε, παλικάρι της φακής, για να της κάνω το χατίρι. Επειδή όμως και τα δύο, χαλβάς και φακή, είναι νηστίσιμα και επίκαιρα, πήγα.
Τελείωσαν λοιπόν τα Δώδεκα Ευαγγέλια και περίμενα να προσκυνήσω. Για να μπω στην ουρά χρειάστηκε να βγω έξω από το ναό, τόσο μεγάλη ήταν. Μπράβο…Αυτό που μου κίνησε βέβαια την περιέργεια όσο πλησίαζα στον Εσταυρωμένο ήταν δύο νεαροί άνδρες με μπλε στολές που ρύθμιζαν την ροή των πιστών. «Μπράβους φέρανε;» αναρωτήθηκα. Υπερβολικός, όπως πάντα. Ναυτοπρόσκοποι ήταν τα παιδιά, κρατούσαν μάλιστα μακριές ξύλινες ράβδους, τόσο κατά μήκος του διαδρόμου όσο και κάθετα, μία, εν είδη μπάρας. Επειδή ο Έλληνας είναι αγενής και κουτοπόνηρος ακόμα και όταν βρίσκεται μπροστά στον Εσταυρωμένο, επιστρατεύθηκαν ναυτοπρόσκοποι για να υπάρχει μία τάξη, για να μην ποδοπατηθούμε, για να μην μαλλιοτραβηχτούμε.
Η ουρά προχωρούσε σχετικά αργά κι έτσι είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τον κόσμο γύρω μου. Άλλωστε, είχε τόση φασαρία μέσα στο ναό, που και να ήθελα να σκεφτώ άλλα πράγματα που άπτονται των θρησκευτικών μου ανησυχιών, μου ήταν αδύνατο. Όντως, είχε δίκιο η μητέρα μου. Είχε νέο κόσμο στην εκκλησία, παλικάρια επίσης. Ένα από αυτά μάλιστα, ακριβώς μπροστά μου, φλέρταρε χαμηλόφωνα μία κοπελίτσα και χαιρετούσε φωνασκώντας τους γνωστούς του, που περίμεναν κι εκείνοι. Δύο άλλα παλικάρια λίγο πιο μπροστά, συζητούσαν για μηχανές και αυτοκίνητα. Τι έχουν, τι θα πάρουν και τι ονειρεύονται να αποκτήσουν μέχρι τα 35 τους. Όταν μάλιστα ο ένας έκανε ένα υποτιμητικό σχόλιο για μία… Mercedes, ο άλλος αναφώνησε «Ε, όχι ρε συ, ιεροσυλία!» Πράγματι. Είχε έρθει όμως η σειρά τους και αναγκάστηκαν να διακόψουν για λίγο τη συζήτησή τους.
Βέβαια, ο νέος κόσμος και τα παλικάρια ήταν μειοψηφία μέσα στο ναό. Το μεγαλύτερο κομμάτι των πιστών ήταν γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Σίγουρα οι περισσότερες από αυτές πλέον με εγγόνια, γιαγιάδες δηλαδή. Μα τι γιαγιάδες …σούπερ! Με μία πρόχειρη ματιά που έριξα, λοιπόν, διαπίστωσα ότι οι σούπερ γιαγιάδες χωρίζονται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες. Σας τις αναφέρω, προς μελλοντική γνώση και συμμόρφωση:
Πολιορκητικός Κριός (ή ό,τι άλλο… «ζωύδιο» είναι η καθεμία): Μικρού έως μετρίου αναστήματος αλλά με υπολογίσιμη, αν μη τι άλλο, ωστική δύναμη. Το χαμηλό κέντρο βάρους που διαθέτει τη βοηθάει να μην εγκαταλείπει ούτε σπιθαμή μαρμάρου.
Ωθεί απροκάλυπτα με κάθε μέρος του σώματος ή συγκεκαλυμμένα, σε στάση αναμονής, με τα χέρια (τα οποία έχει φροντίσει να παραλλάξει με το μπουφανάκι – στους ναούς έχει ζέστη) σταυρωμένα στο στήθος.
Μαούνα Συμπεθέρα: Μετρίου αναστήματος αλλά με ολοστρόγγυλη περιφέρεια και ασυναγώνιστο εκτόπισμα. Συμπεριφέρεται σαν μπάλα του bowling και βλέπει τους άλλους σαν κορύνες. Καλύτερα να παραμερίσετε από μόνοι σας.
Θείτσα Γκονζάλες: Μικρή στο δέμας αλλά ταχύτατη και κινητικότατη, χρησιμοποιεί τη μεγάλη της ευελιξία για να χωθεί σε στενά και να προσπεράσει. Συνήθως μαυροντυμένη, θα την αναγνωρίσετε εύκολα – αν προλάβετε να τη δείτε.
Μαντάμ Ταγιέρ: Μετρίου αναστήματος και πάνω (βοηθάει σ’ αυτό και το μαλλί λάχανο), έντονα μακιγιαρισμένη και φορώντας μπεζ συνολάκι μπαίνει σφήνα χωρίς να διαθέτει εξαιρετική ταχύτητα ή εκτόπισμα, υποβοηθούμενη από τις τακτικές χημικού πολέμου που ακολουθεί. Το αποπνικτικό άρωμά της ζαλίζει και αποπροσανατολίζει τους ανταγωνιστές. Φονεύει επίσης κάθε έντομο σε ακτίνα 3 μέτρων.
Να θυμηθώ, του χρόνου, να ψάξω για έναν άδειο ναό. Άντε, Καλή Ανάσταση.